- φακίρης
- Με την ονομασία αυτή χαρακτηρίζονται στην Ινδία διάφοροι ασκητές που επιδιώκουν να κερδίσουν την αγιότητα υποβάλλοντας τον εαυτό τους σε στερήσεις. Ζουν από τις ελεημοσύνες των πιστών, δεν εργάζονται, δεν παντρεύονται και το μοναδικό ρούχο που φορούν είναι ένα κομμάτι ύφασμα γύρω από τη μέση. Πολλοί από αυτούς έχουν την ικανότητα να εκτελούν περίεργα και, φαινομενικά, υπερφυσικά πειράματα. Η ονομασία φ. προέρχεται από την αραβική λέξη φακίρ (φτωχός), από τον πληθυντικό της οποίας διαμορφώθηκε η νεοελληνική λέξη φουκαράς.
φακιρισμός. Η τέχνη και η ικανότητα των φακίρηδων να εκτελούν διάφορες εντυπωσιακές επιδείξεις. Ο φ. είναι γνωστός από τον 18o αι. από τις διηγήσεις διαφόρων ταξιδιωτών και ιεραποστόλων. Στα τέλη του 19ου αι. εμφανίστηκαν στην Ευρώπη άτομα τα οποία ισχυρίζονταν ότι γνώριζαν τα μυστικά της ανεξερεύνητης Ασίας και εκτελούσαν μπροστά σε κοινό θεαματικές επιδείξεις, που πολλοί τις χαρακτήριζαν θαύματα. Πολλές φορές οι άνθρωποι έβλεπαν κατάπληκτοι τον φ. να υποβάλλεται σε τραυματισμούς και να μην πονάει, να ξαπλώνει ή να περπατάει πάνω σε καρφιά, να μετακινεί αντικείμενα χωρίς να τα αγγίζει, να ρίχνει στον αέρα ένα σκοινί και αυτό να μην ξαναπέφτει στη γη κλπ. Όλα τα φαινόμενα αυτά είναι κυρίως αποτέλεσμα αυτοσυγκέντρωσης του πνεύματος, η οποία εξασφαλίζεται ύστερα από επίπονη μύηση.
* * *ο, θηλ. φακίρισσα, Ν1. Ινδός ασκητής ο οποίος είναι προικισμένος με ορισμένες εξαιρετικές ικανότητες, λ.χ. καταληψία, αναισθησία στην φωτιά κ.ά., οι οποίες σε ορισμένες περιπτώσεις αποτελούν αντικείμενο εμπορικής εκμετάλλευσης2. (σε ψυχαγωγικά θεάματα) καλλιτέχνης μάγος ο οποίος ειδικεύεται σε επιδείξεις σωματικής αναισθησίας, όπως βάδισμα πάνω σε κοφτερές λεπίδες ή σε θραύσματα γυαλιών, κατάκλιση σε στρώμα από καρφιά κ.ά.3. (στο Ισλάμ) ο επαίτης δερβίσης·4. (κατ' επέκτ.) άνθρωπος αδρανής που αφήνεται στη μοίρα του, μοιρολάτρης5. γεν. μάγος, θαυματοποιός.[ΕΤΥΜΟΛ. < αραβ. faqĩr «φτωχός»].
Dictionary of Greek. 2013.